- ραιβόπους
- (-ποδός), ους;
, ουν, ραιβός, ή , ό[ν] — косолапый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
, ουν, ραιβός, ή , ό[ν] — косолапый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραιβόπους — ουν, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από ραιβοποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραιβός «στραβός, κυρτός» + πους. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
ραιβοποδία — Μόνιμη παραμόρφωση του άκρου του ποδιού, που χαρακτηρίζεται από την έσω κάμψη πρόσθιου τμήματός του, την κάμψη του πέλματος και από την αποπλάτυνση της ποδικής κάμαρας. Η ανωμαλία αυτή είναι συνήθως συγγενής και συνοδεύεται από μεταβολές των μυών … Dictionary of Greek
ραιβός — ή, ό/ ῥαιβός, ή, όν, ΝΜΑ 1. καμπύλος, κυρτός 2. (ιδίως για πρόσ.) αυτός που είναι ραιβόπους, που πάσχει από ραιβοποδία νεοελλ. ιατρ. (για άρθρωση ή μέλος) αυτός που παρουσιάζει στροφή προς τη μέση γραμμή τού σώματος σε μη φυσιολογικό βαθμό.… … Dictionary of Greek
σκελλός — ή, όν, Α 1. αυτός που έχει στραβά σκέλη, ραιβόπους, στραβοπόδης 2. (κατά τον Ησύχ.) «διεστραμμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος, με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ , πιθ. κατά το κυλλός] … Dictionary of Greek
στραβοπόδης — α, ικο / στραβοπόδης, ό, ΝΑ αυτός που έχει στρεβλά πόδια, ραιβόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ τού στρεβ λός* + πόδης (< πούς, ποδός)] … Dictionary of Greek
φολκός — ὁ, Α 1. πιθ. (κυρίως ως προσωνυμία τού Θερσίτου) ραιβόπους, στραβοπόδης («φολκὸς ἔην, χωλὸς δ ἕτερον πόδα», Ομ. Ιλ.) 2. πιθ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης σημ. και ετυμολ. επίθ., το οποίο απαντά μόνο στον στ. Β 217 τής Ιλιάδας στην περιγραφή τού… … Dictionary of Greek